- ῥεκτήρ
- ῥεκ-τήρ, ῆρος, ὁ, ([etym.] ῥέζω)A worker, doer, like Homer's
πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191
.2 c. gen. objecti, worker in a thing,χρυσοῖο Man.1.297
, cf. 4.149.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191
.χρυσοῖο Man.1.297
, cf. 4.149.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥεκτήρ — worker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεκτήρ — ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α 1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ. β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.) 2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] … Dictionary of Greek
ῥεκτῆρα — ῥεκτήρ worker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεκτῆρας — ῥεκτήρ worker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέκτειρα — ἡ, Α βλ. ῥεκτήρ … Dictionary of Greek
ρεκτήριος — ία, ον, Α [ῥεκτήρ] ενεργητικός, δραστήριος … Dictionary of Greek